σκευοθήκη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκευοθήκη θηλυκό
- έπιπλο, ντουλάπι για αποθήκευση σκευών της κουζίνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκευοθήκη
|