Μετάβαση στο περιεχόμενο
επιλέξτε στιλ σελίδας προσθέτοντας / choose page's style by adding:
vectorClassic2010 ?useskin=vector - monobook ?useskin=monobook
Vector2022 ?useskin=vector-2022 & κινητό/mobile ?useskin=minerva

αν έχετε ψευδώνυμο / logged-in users: Global Preferences     >     ✓ O     >     Save
Please, help us make a JavaScript for the above commands. Thank you.
Θεματική εβδομάδα αφιερωμένη στα παιχνίδια
Έχουμε 78 λέξεις για παιχνίδια στα νέα ελληνικά και 2 στα αρχαία ελληνικά! Βρείτε λέξεις σχετικά με τα παιχνίδια και προσθέστε όποια λέξη μας λείπει, φτιάξτε νέο λήμμα ή συμπληρώστε το - δείτε εδώ για πληροφορίες και ιδέες για συνεισφορά


ρούχο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρούχο τα ρούχα
      γενική του ρούχου των ρούχων
    αιτιατική το ρούχο τα ρούχα
     κλητική ρούχο ρούχα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρούχο < μεσαιωνική ελληνική ροῦχον < σλαβικής προέλευσης рухо / ruho[1] < πρωτοσλαβική *ruxo  δείτε (σλοβακικά rúcho)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾu.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρούχο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρούχο ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) το ένδυμα, οτιδήποτε φοράει κάποιος
    ανδρικά / γυναικεία / παιδικά ρούχα
    βιοτεχνία / κατάστημα ρούχων
      Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
  2. τα απαραίτητα ενδύματα για κάποια περίσταση ή μια εποχή του έτους
    θέλω να ανανεώσω τα ρούχα μου για το χειμώνα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • βγαίνω έξω από τα ρούχα μου: αγανακτώ
  • έχω τα ρούχα μου (για γυναίκα): έχω περίοδο
  • με βγάζει απ' τα ρούχα μου δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
  • τρώγομαι με τα ρούχα μου: γκρινιάζω με το παραμικρό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.