πικάντικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πικάντικος -η -ο
- που έχει έντονη γεύση, αλλά όχι πολύ καυτερή
- (μεταφορικά) που είναι ερεθιστικός, προκλητικός, αλλά με ευχάριστο τρόπο