Μετάβαση στο περιεχόμενο
επιλέξτε στιλ σελίδας προσθέτοντας / choose page's style by adding:
vectorClassic2010 ?useskin=vector - monobook ?useskin=monobook
Vector2022 ?useskin=vector-2022 & κινητό/mobile ?useskin=minerva

αν έχετε ψευδώνυμο / logged-in users: Global Preferences     >     ✓ O     >     Save
Please, help us make a JavaScript for the above commands. Thank you.
Είναι Απρίλιος και έχει μπει η άνοιξη. Αυτή τη βδομάδα ψάχνουμε λέξεις σχετικές με τα λουλούδια
Έχουμε 110 λέξεις στην Κατηγορία:Λουλούδια (νέα ελληνικά)! Βρείτε λέξεις σχετικά με τα λουλούδια και προσθέστε όποια λέξη μας λείπει, φτιάξτε νέο λήμμα ή συμπληρώστε το - δείτε εδώ για πληροφορίες και ιδέες για συνεισφορά


παλτό

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: παλτόν, πλατό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλτό τα παλτά
      γενική του παλτού των παλτών
    αιτιατική το παλτό τα παλτά
     κλητική παλτό παλτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλτό  τα παλτό 
      γενική του παλτό  των παλτό 
    αιτιατική το παλτό  τα παλτό 
     κλητική παλτό  παλτό 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα παλτό.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλτό < (άμεσο δάνειο) γαλλική paletot (προφορά: /palto/), απ' όπου και η ιταλική paltò < μέση αγγλική paltok [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλτό ουδέτερο κλιτό & άκλιτο κατά τα γαλλικά

  1. (ενδυμασία) βαρύ και ζεστό ένδυμα για τον κορμό, μάλλινο ή γούνινο με μανίκια, που φοριέται πάνω από τα υπόλοιπα ρούχα
      Αγόρασα ένα παλτό χάρμα. Και πολύ ζεστό.
      Πού αφήνουμε τα παλτά μας; Υπάρχει βεστιάριο;
      Το σκίσιμο στο πίσω μέρος των παλτό είναι ραμμένο. Όταν τα αγοράσετε θα πρέπει να το ξηλώσετε.
      Οι τσέπες του παλτού μου ήταν ραμμένες όταν το αγόρασα.
  2. (αθλητισμός, αργκό) αθλητής, συνήθως ακριβοπληρωμένος, ο οποίος δεν αποδίδει τα αναμενόμενα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Κλίση:

  • Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη[2], κλιτό, και τύπος πληθυντικού «τα παλτό».
  • Κατά το Χρηστικό λεξικό[3], γενική ενικού, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, κλιτά και άκλιτα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. παλτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. παλτό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)